μετατροπή

μετατροπή
η (ΑΜ μετατροπή) [μετατρέπω]
μεταβολή, αλλαγή, τροποποίηση (α. «η μετατροπή τών όρων τού συμβολαίου έγινε μετά από συμφωνία και τών δύο πλευρών» β. «σώματος γένεσις καὶ μετατροπή», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. «μετατροπή ποινής»
(νομ.) μείωση τής ποινής που είχε επιβληθεί πρωτοδίκως, μείωση που αποφασίζεται από δικαστήριο ή ως απονομή χάριτος («το ανώτατο δικαστήριο αποφάσισε τη μετατροπή τής ποινής του από ισόβια δεσμά σε 15ετή κάθειρξη»
αρχ.
1. στροφή προς τα πίσω, επιστροφή
2. απόδοση, ανταπόδοση
3. ανατροπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετατροπῇ — μετατροπή retribution fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπή — retribution fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπή — η αλλαγή, μεταβολή, μεταποίηση: Έκανε πολλές μετατροπές στο σενάριο πριν γυρίσει την ταινία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εσωτερική μετατροπή — Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας σε διεγερμένη κατάσταση μεταπηδά σε μια κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας και προσφέρει ενέργεια σε ένα από τα τροχιακά του ηλεκτρόνια, συνήθως ένα Κ ηλεκτρόνιο. Αν αυτή η ενέργεια είναι αρκετά μεγάλη για να …   Dictionary of Greek

  • εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… …   Dictionary of Greek

  • νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπαῖς — μετατροπή retribution fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπαί — μετατροπή retribution fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπῆς — μετατροπή retribution fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπήν — μετατροπή retribution fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”